Ο Υπεύθυνος του τομέα Πολιτικής Ευθύνης Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης της Νέας Δημοκρατίας, Ιωάννης Βρούτσης, με αφορμή τις επερχόμενες ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις, προέβη στην ακόλουθη δήλωση:
«Η μάχη που φαίνεται να διεξάγεται για τις ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις, ανάμεσα σε συνδικάτα εργαζομένων, τους εργοδότες και την κυβέρνηση, έχει τελειώσει πριν ακόμη ξεκινήσει, εδώ και 6 μήνες.
Οι προβλέψεις του Μνημονίου για:
- «…υπερίσχυση των συμβάσεων σε επίπεδο επιχείρησης, έναντι των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών….»
- «…απόσυρση της διάταξης που επιτρέπει στο Υπουργείο Εργασίας να επεκτείνει όλες τις κλαδικές συμβάσεις και σε αυτούς που δεν εκπροσωπούνται στις διαπραγματεύσεις…»
- «…τροποποίηση του 1876/1990, ώστε το καθένα από τα δυο διαπραγματευόμενα μέρη να μπορεί να προσφύγει στη διαιτησία, αν διαφωνεί με τη μεσολάβηση…»,
έχουν συμφωνηθεί από την κυβέρνηση και την τρόικα και έχουν γίνει πλέον νόμος του κράτους.
Η ρητορική της Υπουργού Εργασίας, για επαναδιαπραγμάτευση των βασικών όρων του Μνημονίου, εξυπηρετεί επικοινωνιακούς σκοπούς και δεν φαίνεται να βρίσκει θετική ανταπόκριση από τους επιτηρητές της τρόικας.
Η εκ των υστέρων αναζήτηση συναινέσεων με τους Κοινωνικούς Εταίρους, είναι προσχηματική.
Οι εξελίξεις αυτές επιβεβαιώνουν, με δραματικό τρόπο, την κριτική και τις επισημάνσεις που κάναμε από την πρώτη στιγμή μελέτης του Μνημονίου, ότι η κυβέρνηση επέδειξε εγκληματική προχειρότητα, σπουδή συμβιβασμού και ανεπάρκεια για τη διαμόρφωση πλαισίου αλλαγών στην αγορά εργασίας, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κρίσης.
Οι επίμαχες εργασιακές ρυθμίσεις:
- Έχουν αποσπασματικό χαρακτήρα, απέναντι σε ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο συλλογικών διαπραγματεύσεων, που ισχύει για πολλά χρόνια στη χώρα.
- Περιορίζουν το κόστος εργασίας, σε μικρό αριθμό επιχειρήσεων, με συγκεκριμένο μέγεθος και χαρακτηριστικά (άνω των 50 εργαζομένων και λειτουργία επιχειρησιακού σωματείου).
- Είναι αμφίβολο εάν ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα και στηρίζουν την επιχειρηματικότητα.
- Είναι βέβαιο ότι περιορίζουν τα δικαιώματα των εργαζομένων, μειώνουν το εισόδημά τους και ενισχύουν την ύφεση στην οικονομία.
Οι θέσεις μας
Πρώτη προτεραιότητα για την Ελληνική οικονομία και την Ελληνική αγορά εργασίας, είναι η τόνωση της ανάπτυξης και η στήριξη της απασχόλησης, που θα αυξήσουν τις θέσεις εργασίας και θα μειώσουν την ανεργία.
Η Ν.Δ., στηρίζει το θεσμό των Συλλογικών Διαπραγματεύσεων και των Συλλογικών Συμβάσεων.
Υπερασπίζεται την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και εκτιμά ως θετική τη λειτουργία του κατώτατου μισθού στην αγορά εργασίας και αυτό γιατί εξασφαλίζει στοιχειώδη αμοιβή αξιοπρέπειας για τους εργαζόμενους και συνακόλουθα κοινωνική συνοχή. Επιπλέον, εξασφαλίζει υγιή ανταγωνισμό των επιχειρήσεων στο πεδίο του εργασιακού κόστους.
Οι όποιες στρεβλώσεις στη λειτουργία θεσμών, όπως οι κλαδικές συμβάσεις (που συνήθως ενοχοποιούνται για χαμηλή συμμετοχή και ελλιπή αντιπροσωπευτικότητα) και οι Διαιτητικές αποφάσεις (που αγνοούν τις οικονομικές και επιχειρηματικές συνθήκες και, κάποιες φορές, υπονομεύουν τον ανταγωνισμό και τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων), δεν μπορεί να αποτελούν πρόσχημα για ανατροπές αμφίβολης αποτελεσματικότητας στο οικονομικό περιβάλλον.
Υπάρχει ανάγκη για αλλαγές στη λειτουργία των θεσμών των Κλαδικών Συμβάσεων, της Μεσολάβησης και της Διαιτησίας, οι οποίες, όμως αλλαγές θα πρέπει να συγκεντρώνουν τη συμφωνία των κοινωνικών εταίρων, αλλά και τη διασφάλιση ενός αποδοτικού πλαισίου εργασιακών σχέσεων.
Οι επιχειρούμενες αλλαγές δεν απαντούν στις πραγματικές προκλήσεις της αγοράς εργασίας, όπως:
- Η υψηλή αδήλωτη εργασία (25%, περίπου).
- Το έλλειμμα δεξιοτήτων των Ελλήνων εργαζομένων (σε 4% υπολογίζεται το χάσμα δεξιοτήτων).
- Η χαμηλή κινητικότητα και προσαρμοστικότητα (εργαζομένων και επιχειρήσεων).
- Τα υψηλά επίπεδα ανεργίας και τα χαμηλά ποσοστά απασχόλησης (ιδιαίτερα γυναικών, νέων και ευάλωτων ομάδων στην αγορά εργασίας).
- Το υψηλό μη μισθολογικό κόστος.
Είναι μύθος το πολύ υψηλό εργασιακό κόστος στη χώρα μας, αφού ο μέσος μισθός στην Ελλάδα αντιστοιχεί στο 68% του μέσου ευρωπαϊκού μισθού, ενώ ο κατώτατος μισθός στο 54% του κατώτατου μισθού των προηγμένων ευρωπαϊκών χωρών.
Αντίθετα, όμως, έχουμε υψηλό μη μισθολογικό κόστος, αφού το σύνολο των Ασφαλιστικών Εισφορών, ξεπερνά το 45% και προκειμένου για Βαρέα και Ανθυγιεινά το 50%.
Η πρότασή μας είναι να αρχίσει η σταδιακή μείωση των Ασφαλιστικών Εισφορών.
Επίσης, να ξεκινήσει άμεσα ο εξορθολογισμός της λίστας των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων
Η διαβούλευση και η συμφωνία εργοδοτών και εργαζομένων σε επίπεδο επιχείρησης, μπορεί να αποκλίνει από τα ισχύοντα σε επίπεδο κλαδικής συμφωνίας, όταν αυτό επιβάλλεται από συγκεκριμένες επιχειρησιακές ανάγκες που οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα.
Αυτό, ήδη, γίνεται τα τελευταία 2 χρόνια σε αρκετές επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα και αξιοποιούν το μέτρο της εκ περιτροπής εργασίας, που επιτρέπει εργασία λιγότερων ωρών ή ημερών, με αντίστοιχη μείωση μισθού που μπορεί να φθάσει και το 20%.
Είναι, όμως αναγκαίο να τεθούν όρια στη χρήση του μέτρου αυτού, τόσο χρονικά, όσο και μισθολογικά.
Πρέπει να δείξουμε εμπιστοσύνη στη διαβούλευση, στην ωριμότητα και στη συμφωνία των κοινωνικών εταίρων. Μόνον έτσι θα εξασφαλιστεί η εργασιακή ειρήνη, η στοιχειώδης κοινωνική συνοχή, αλλά και η αναγκαία προσαρμογή των επιχειρήσεων στις πολύ δύσκολες συνθήκες της οικονομικής κρίσης και του εντεινόμενου ανταγωνισμού.
Οι εργαζόμενοι στη χώρα μας και οι Ελληνικές επιχειρήσεις, επείγει να βελτιώσουν την προσαρμοστικότητά τους στις σύγχρονες παραγωγικές και ανταγωνιστικές συνθήκες. Να επενδύσουν…
-Στην επαγγελματική κατάρτιση και επανακατάρτιση.
-Στη γνώση και στις νέες τεχνολογίες.
-Στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.
-Στη βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων προϊόντων και υπηρεσιών.
-Στην ενίσχυση της εξωστρέφειας.
-Στη μείωση του γραφειοκρατικού κόστους για τις επιχειρήσεις.
Μόνο έτσι η οικονομία θα βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της, ώστε να μπορέσουν να διατηρηθούν θέσεις εργασίας και να δημιουργηθούν νέες.
Αυτή είναι η στρατηγική εξόδου από την κρίση και όχι τα περιοριστικά μέτρα για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, οι οποίοι ήδη πληρώνουν βαρύ τίμημα στην οικονομική κρίση. Ο μέσος μισθός τους είναι πολύ χαμηλότερος από εκείνον του δημόσιου τομέα. Απειλούνται από τον εφιάλτη της ανεργίας. Το εισόδημά τους περιορίζεται δραματικά από τον υψηλό πληθωρισμό.
Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι μια χώρα καθίσταται ανταγωνιστική μόνο όταν παράλληλα με την οικονομική ανάπτυξη, πετυχαίνει υψηλά επίπεδα κοινωνικής συνοχής, που -με τη σειρά τους- διασφαλίζουν τη δυναμική και ουσιαστική προσήλωση της κοινωνίας στην καλλιέργεια της ποιότητας, της καινοτομίας και της παραγωγικότητας της εργασίας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου