Σε μια χρονική συγκυρία όπου η ελληνική κοινωνία βιώνει με το πλέον εμφατικό τρόπο τις επιπτώσεις της ύφεσης και της δημοσιoνομικής προσαρμογής, η κυβέρνηση αντί να κομίσει λύσεις στο πρόβλημα επιδιώκει δυστυχώς ναεπεκτείνει την κρίση αυτή στο χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης μέσα απ’την κατάθεση του νέου Νόμου-Πλαίσιο για τη διοίκηση των ΑΕΙ και ΤΕΙ.
Πολλά φαίνεται πως έχουν αλλάξει από τότε μέχρι σήμερα… Αυτό άλλωστε καταμαρτυρά και η αναίρεση στην πράξη άμεσα κι αποφασιστικά βασικών εννοιών του Δημόσιου και Δωρεάν Συνδιοικούμενου Πανεπιστημίου όπως το γνωρίσαμε απ’την προοδευτική μεταρρύθμιση του 1982 -νομοθετικό προϊόν της 1ης κυβέρνησης ΠαΣοΚ υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου- ενώ στη θέση τους υιοθετούνται δομές εντελώς ξένες προς την ελληνική ακαδημαϊκή πραγματικότητα.
Σύμφωνα με τις προθέσεις του Υπουργείου Παιδείας η διοίκηση των ιδρυμάτων θα ανατίθεται σε ένα 15μελές Συμβούλιο, απαρτιζόμενο από 7 καθηγητές, 1 φοιτητή και 7 εξωπανεπιστημιακά μέλη κατά τα υπερατλαντικά πρότυπα. Βέβαια, στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό που αγνοείται απ’ την κα Διαμαντοπούλου και το επιτελείο της είναι το ίδιο Ελληνικό Σύνταγμα. Η συγκεκριμένη διάταξη, πρόδηλα αντισυνταγματική όπως προκύπτει και απ’ τη νομολογία του ΣτΕ καταστρατηγεί το αυτοδιοίκητο των εκαπιδευτικών ιδρυμάτων και εγκυμονεί κινδύνους τόσο για το Δημόσιο και Δωρεάν χαρακτήρα τους όσο και για την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης.
Το επίμαχο νομοσχέδιο όμως δεν μένει εκεί. Κάνοντας ακόμα ένα βήμα…προς τα πίσω αναιρεί τη διάκριση των εξουσιών αφού θέλει τα 7 εξωπανεπιστημικά μέλη να ελέγχουν την επιστημονική διοίκηση των Πανεπιστημίων η οποία όμως θα έχει το αποκλειστικό προνόμιο να τα διορίζει. Είναι κάτι παραπάνω από προφανές πως υπό τη σχέση διορισμού δεν μπορούν να θεμελιωθούν οι αξίες της Κοινωνικής Λογοδοσίας και της Διαφάνειας που έχει ανάγκη το Ελληνικό Πανεπιστήμιο προκειμένου ν’ αναπνεύσει μα ο κανόνας της Συναλλαγής και του αμαρτωλού πολιτικού χτές της πατρίδας μας.
Ταυτόχρονα, πέρα απ’ τη κερκόπορτα της διαπλοκής και των συντεχνειακών μικροδιευθετήσεων ανοίγεται και εκείνη της εμπορευματοποίησης της Παιδείας. Και αυτό γιατί, το Πανεπιστήμιο με την κατα το ήμισυ εξωπανεπιστημιακή διορισμένη διοίκηση αντί να αξιώνει την επιστημονική αριστεία και ακαδημαϊκοτητα μετατρέπεται στο Πανεπστήμιο όχι των αναγκών της Κοινωνίας μας της Αγοράς, με την «κατά τω δυνάμει» νόμο επισφραγισμένη συμμετοχή στη διοίκηση ντόπιων και ξένων ιδιωτικών κεφαλαίων μέσω των εκπροσώπων τους. Έτσι, η προσπάθεια «απορρύθμισης» του Δημόσιου Πανεπιστημίου και η παράδοση της διοίκησης του στο αόρατο χέρι της αγοράς μόνο συμπτωματική δεν μπορεί να θεωρηθεί υπό τις σημερινές συνθήκες της υποτίμησης της αξίας της εργασίας προς χάριν της ανταγωνιστηκότητας των πολλών για την ανάπτυξη των λίγων.
Απ΄την άλλη, η ύπαρξη μόνο ενός φοιτητή που θα εκλέγεται μάλιστα από ενιαίο ψηφοδέλτιο στο Συμβούλιο Διοίκησης διαγράφει το δημοκρατικό κεκτημένο της Συνδοίκησης και αποτελεί εν πολλοίς μια πράξη κυρίως συμβολικού χαρακτήρα. Αποτυπώνει δηλαδή, το θεωρούμενο αναγκαίο κακό και απόσαφηνίζει τη βούληση της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου να απομονώσει τις σωματειακού τύπου συλλογικότητες όσο και τη δυσπιστία της απέναντι στο σύνολο της ακαδημαϊκής κοινότητας για την αυτοδιαχείρηση των ζητημάτων που την αφορούν.
Επίκριση στο νομοσχέδιο μπορεί να ασκηθεί όμως όχι μόνο για όσα εμπεριέχει αλλά σε σημαντικό βαθμό και για τα όσα αφήνει εκτός. Πιο συγκεκριμένα σε ό,τι αφορά την εισαγωγή στα ΑΕΙ/ΤΕΙ, το υπουργείο κατέληξε στη διατήρηση του σημερινού συστήματος των πανελλαδικών εξετάσεων, με τη λαϊκιστική κι αδιέξοδη μείωση από 6 σε 4 των εξεταζόμενων σ’ αυτές μαθημάτων. Εγκαταλείπεται συνεπώς, η διακηρυγμένη θέση της κυβέρνησης για την εισαγωγή στα ΑΕΙ/ΤΕΙ με βάση το εθνικό απολυτήριο για το οποίο είχε δεσμευτεί προεκλογικά ο πρωθυπουργός και που θα καταργούσε ουσιαστικά τα φαινόμενα παραπαιδείας και την προκαλούμενη απ’ αυτά μόνιμη πλέον αιμορραγία των ελληνικών νοικοκυριών .
Απαιτείται να μετατραπει συνεπώς η κρίση σε ευκαιρία ΑΛΛΑΓΗΣ και ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ με κύριο μοχλό ανάπτυξης το Πανεπιστήμιο.Το μονοπάτι αυτό δεν μπορεί παρά να μην περνά μέσα απ΄την ένταξη όλων των Ερευνητικών Κέντρων στο Υπουργείο Παιδείας σε λειτουργική σχέση με τα αντίστοιχα Τμήματα των ΑΕΙ και τη διαμόρφωση των ερευνητικών προγραμμάτων τους, με κριτήρια που απορρέουν από τις προτεραιότητες της επιστήμης και τις ανάγκες της κοινωνίας και των εργαζομένων.
Τοτε, θα μπορούμε να μιλούμε για ένα Πανεπιστήμιο Δημόσιο, ανοιχτό, με Αξιολόγηση Ακαδημαϊκή και λογοδοσία στην κοινωνία, ισχυρή χρηματοδότηση, σύγχρονο, ποιοτικό και Δημοκρατικό με ανθρώπινους όρους σπουδών που δημιουργεί υγιώς σκεπτόμενους πολίτες κι όχι φθηνό εργατικό δυναμικό χωρίς συλλογική φωνή και δικαιώματα.
Στην Ελλάδα της Κρίσης, η αμφισβήτηση έμμεσα η άμεσα του Δημόσιου και Δωρεάν χαρακτήρα της Παιδείας μας αμφισβητεί στην ουσία το δικαίωμα στην κοινωνική απελευθέρωση χιλιάδων νέων ενισχύοντας τα ήδη υπάρχοντα ταξικά στεγανά. Η εμμονή σε ένα λίγοτερο δημόσιο, λιγότερο δημοκρατικό και εν τέλει λιγότερο πανεπιστήμιο δε δίνει λύση αλλά αντίθετα επιτείνει το πρόβλημα.
Το στοίχημα λοιπόν – και ναι, είναι στοίχημα της γενιάς μας – δεν είναι η εφαρμογή του εν λόγω νομοσχεδίου όπως παρελκυστικά θέτουν οι κυβερνητικές σειρήνες αλλά η ανατροπή κι αντικατάσταση του από ένα νέο, προοδευτικό νόμο- πλαίσιο που θα απηχεί τις ανάγκες των σπουδαστών, των φοιτητών και του επιστημονικού προσωπικού και θα προκύπτει απ’την ισότιμη συνδιαμόρφωση τους.
Άλλωστε το ποιοτικό άλμα προς τα μπρος δεν μπορεί να επιτευχθεί με μέρη παρά με το ΣΥΝΟΛΟ της ακαδημαϊκής κοινότητας κι οχι με τις 133 ευλογίες των αρεστών.
Μόνο έτσι θα χτίσουμε για μας, για τους νέους του σήμερα και του αύριο το Πανεπιστήμιο της Γνώσης μα και μια πιο ανθρώπινη κοινωνία απ’αυτήν που μας παραδίδουν τώρα οι πατεράδες μας.
Πηγή: tsantiri
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου